κρινομένη

κρινομένη
κρῑνομένη , κρίνω
separate
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κρινομένῃ — κρῑνομένῃ , κρίνω separate pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομολογία — Η πρώτη, γενική σημασία του όρου δηλώνει την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Η αρχική λατινική έκφραση juris prudentia υποδήλωνε την ερμηνεία του δικαίου, η οποία στην αρχή γινόταν αποκλειστικά από τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”